- εσωτερικός
- -ή, -ό (ΑΜ ἐσωτερικός, -ή, -όν) [εσώτερος]αυτός που ανήκει στο εσωτερικό ενός πράγματος, αυτός που βρίσκεται ή παραμένει ή συμβαίνει μέσα σε κάτι (α. «ἐσωτερικὸν ἔνδυμα» β. «εσωτερική διακόσμηση τού σπιτιού»)νεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το εσωτερικόα) το μέσα μέρος ή η μέσα όψη ενός πράγματος, σε αντιδιαστολή προς το εξωτερικό μέρος ή την εξωτερική όψη (i. «το εσωτερικό τού σπιτιού»ii. «το εσωτερικό τού δέρματος»)β) η χώρα στην οποία παραμένει κάποιος ως πολίτης, σε αντιδιαστολή προς τις άλλες χώρες, δηλ. προς το εξωτερικό, η ημεδαπή, η χώρα μας, η πατρίδα μας («το μεγαλύτερο μέρος τής ελληνικής παραγωγής καταναλίσκεται στο εσωτερικό»)2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο εσωτερικός, η εσωτερικήμαθητής ή μαθήτρια που τρέφεται και διαμένει στο οικοτροφείο ενός σχολείου, οικότροφος3. φρ. α) (για φάρμακο) «εσωτερική χρήση» — φράση που αναγράφεται στην ετικέτα φιαλιδίου το οποίο περιέχει φάρμακο που λαμβάνεται εσωτερικά, με πόσηβ) «εσωτερική παθολογία» — η παθολογία που ασχολείται με τις νόσους τών εσωτερικών οργάνων τού σώματοςγ) «υπουργείο Εσωτερικών (ενν. υποθέσεων)» — το υπουργείο το οποίο ρυθμίζει τις εσωτερικές υποθέσεις (δηλ. αυτές που αφορούν τον πολίτη και τη διοίκηση και όχι τα ξένα κράτη)αρχ.1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐσωτερικάοι διδασκαλίες τών Στωικών2. (για πρόσ.) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐσωτερικοίοι μαθητές τού Πυθαγόρα3. λέγεται αναφορικά προς τη διττή διδασκαλία τού Αριστοτέλη («μέμνησο τὸν μὲν ἐξωτερικόν, τὸν δὲ ἐσωτερικὸν καλεῑν», Λουκιαν.)4. φρ. (ρητ.) «ἐσωτερικοὶ ἢ ἔντεχνοι τόποι» — υποδιαίρεση τών καθ' ύλην επιχειρημάτων.επίρρ...εσωτερικώς και -άαπό μέσα.
Dictionary of Greek. 2013.